- χαμογέλασμα
- το, Νχαμόγελο, μειδίαμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού αορ. χαμογέλασ-α τού ρ. χαμογελώ + κατάλ. -μα (πρβλ. χάλασ-μα). Η λ., στον πληθ. χαμογελάσματα, μαρτυρείται από το 1790 στον Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.